ἀρίθμημα: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρίθμημα:''' ατος (ᾰρ) τό счет, число (τῶν πάλων Aesch.). | |elrutext='''ἀρίθμημα:''' ατος (ᾰρ) τό счет, число (τῶν πάλων Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀριθμέω]]<br />a [[reckoning]], [[number]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A reckoning, number, τῶν πάλων A.Eu.753; ἡμέρα ἀ. αἰώνιον Secund.Sent.4.
German (Pape)
[Seite 351] τό, die Zahl, Aesch. Eum. 723.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίθμημα: τό, ἀρίθμησις, τῶν πάλων Αἰσχύλ. Εὐμ. 753.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
compte.
Étymologie: ἀριθμέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
número τῶν πάλων A.Eu.753, cf. Eust.Op.317.40.
Greek Monolingual
το (Α ἀρίθμημα) αριθμώ
αρίθμηση.
Greek Monotonic
ἀρίθμημα: -ατος, τό, υπολογισμός, αριθμός, αρίθμηση, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρίθμημα: ατος (ᾰρ) τό счет, число (τῶν πάλων Aesch.).