ψευδηγόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ψευδηγόρος:''' ὁ лжец Anth. | |elrutext='''ψευδηγόρος:''' ὁ лжец Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ψευδ-ηγόρος, ον, [[ἀγορεύω]]<br />[[speaking]] [[falsely]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:45, 10 January 2019
English (LSJ)
(parox.), ον,
A speaking falsely, lying, Lyc.1455.
German (Pape)
[Seite 1393] falsch, unwahr redend, lügend, lügenhaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδηγόρος: -ον, ὁ λέγων ψεύδη, ψευδολόγος, Λυκόφρ. 1455, Ἀνθ. Π. 1. 106.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dit des faussetés, menteur.
Étymologie: ψεῦδος, ἀγορεύω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που λέει ψέματα.
επίρρ...
ψευδηγόρως ΜΑ
με ψεύτικα λόγια, με ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ηγόρος (< ἀγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόρος, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ψευδηγόρος: -ον (ἀγορεύω), αυτός που μιλάει ψευδώς, ψευδολόγος, ψεύτης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ψευδηγόρος: ὁ лжец Anth.