ἀκαμαντομάχης: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(1)
(1a)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκᾰμαντομάχης:''' неутомимый в бою (Ζηνὸς υἱοί Pind.).
|elrutext='''ἀκᾰμαντομάχης:''' неутомимый в бою (Ζηνὸς υἱοί Pind.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μάχη]]<br />[[unwearied]] in [[fight]], Pind.
}}
}}

Revision as of 13:20, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ, ἀκάματος ἐν μάχῃ, Πινδ. Π. 4. 304.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
infatigable au combat.
Étymologie: ἀκάμας, μάχομαι.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ (μάχη), ακαταπόνητος στην μάχη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμαντομάχης: неутомимый в бою (Ζηνὸς υἱοί Pind.).

Middle Liddell

μάχη
unwearied in fight, Pind.