ἀντίδειπνος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντίδειπνος:''' ὁ занимающий на пиру место другого Luc. | |elrutext='''ἀντίδειπνος:''' ὁ занимающий на пиру место другого Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δεῖπνον]]<br />[[taking]] [[another]]'s [[place]] at [[dinner]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A taking anothers place at dinner, Luc.Gall.9.
German (Pape)
[Seite 251] eines Andern Stelle beim Mahle vertretend, Luc. Gall. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίδειπνος: -ον, ὁ λαμβάνων τὴν θέσιν ἄλλου κατὰ τὸ δεῖπνον, Λουκ. Ἀλεκτρ. 9.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui soupe à la place d’un autre.
Étymologie: ἀντί, δεῖπνον.
Spanish (DGE)
-ον
que ocupa el lugar de otro para comer ἐγὼ καὶ ἀ. καὶ διάδοχος ἐκεκλήμην Luc.Gall.9.
Greek Monolingual
ἀντίδειπνος -ον, (Α)
αυτός που παίρνει τη θέση άλλου κατά το δείπνο.
Greek Monotonic
ἀντίδειπνος: -ον (δεῖπνον), αντικαταστάτης κάποιου σε δείπνο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίδειπνος: ὁ занимающий на пиру место другого Luc.