κισσοποίητος: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κισσοποίητος:''' атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.). | |elrutext='''κισσοποίητος:''' атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κισσο]]-ποίητος, ον [[ποιέω]]<br />made of ivy, Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A made of ivy, δούρατα Luc.Bacch.1.
German (Pape)
[Seite 1443] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.
Greek Monolingual
κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ποίητος (< ποιῶ)].
Greek Monotonic
κισσοποίητος: -ον (ποιέω), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κισσοποίητος: атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.).