εἰλαπίνη: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(2)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εἰλᾰπίνη:''' (ῐ) ἡ пиршество, пир Hom., Hes., Plut.
|elrutext='''εἰλᾰπίνη:''' (ῐ) ἡ пиршество, пир Hom., Hes., Plut.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">drinking-bout, festive eating</b> (Il.; Ael. <b class="b3">ἐλ(λ)απίνα</b> Hoffmann Dial. 2, 487).<br />Derivatives: <b class="b3">εἰλαπινάζω</b> [[banquet]] (Il.; only present) with <b class="b3">εἰλαπιναστής</b> (Ρ 577).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: No etymology. A cultural word that may well be a Pre-Greek word; cf. on <b class="b3">δεῖπνον</b>. Anl. <b class="b3">εἰ-</b> perh. due to metrical lengthening. <b class="b3">-απ-</b> is hardly IE.
}}
}}

Revision as of 00:32, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλᾰπῐνη Medium diacritics: εἰλαπίνη Low diacritics: ειλαπίνη Capitals: ΕΙΛΑΠΙΝΗ
Transliteration A: eilapínē Transliteration B: eilapinē Transliteration C: eilapini Beta Code: ei)lapi/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A solemn feast or banquet (Ath.8.362e), γάμοι τ' ἔσαν εἰλαπίναι τε Il.18.491; εἰλαπίνη ἠὲ γάμος, both opp. ἔρανος, Od.1.226, cf. E.Med.193 (lyr.), Hel.1337 (lyr.), Pl.Ax. 371d (pl.), A.R.1.13, Plu.2.169d (pl.), Ant.Lib.4.4, BGU1080.10 (iii A. D.); cf. ἐλλαπίνα.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλᾰπίνη: ῐ, λαμπρὸν καὶ πολυτελὲς συμπόσιον, «τὰς θυσίας καὶ τὰς λαμπρὰς παρασκευὰς ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ εἰλαπίνας» Ἀθήν. 362Ε· γάμοι τ’ ἔσαν εἰλαπίναι τε Ἰλ. Σ. 491· εἰλαπίνη ἠὲ γάμος, ἔνθα ἀμφότερα ἀντιτίθενται πρὸς τὸ ἔρανος (ὃ ἴδε), Ὀδ. Α. 226· οὕτως Εὐρ. ἐν Μηδ. 193, Ἑλ. 1337, Πλούτ. 2. 169D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
festin bruyant.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

English (Autenrieth)

festal banquet.

Spanish (DGE)

(εἰλᾰπίνη) -ης, ἡ

• Alolema(s): eol. ἐλλαπίνη Et.Gud.s.u. εἰλαπίνη

• Prosodia: [-ῐ-]
convite, festín γάμοι τ' ἔσαν εἰλαπίναι τε Il.18.491, cf. Od.1.226, 11.415, ἐν δαίτῃσι καὶ εἰλαπίνῃσι παρέσται Il.10.217, cf. IStratonikeia 543.13 (II/I a.C.), εἰλαπίνην δαίνυντο Il.23.201, πάντες μὲν θρηνεῦσιν ἐν εἰλαπίναις τε χοροῖς τε Hes.Fr.305.3, cf. Thgn.239, 827, B.13.162, Orác. en SEG 41.981.13 (Éfeso II d.C.), οἵτινες ὕμνους ... ἐπὶ τ' εἰλαπίναις καὶ παρὰ δείπνοις ηὕροντο E.Med.193, ἐπεὶ δ' ἔπαυσ' εἰλαπίνας θεοῖς βροτείῳ τε γένει E.Hel.1337, συμπόσιά τε εὐμελῆ καὶ εἰλαπίναι αὐτοχορήγητοι Pl.Ax.371d, cf. Ant.Lib.4.4, θαμιναὶ γὰρ ἐς ὕστερον εἰλαπίναι τοι pues frecuentes serán los festines que haya para ti en lo sucesivo Call.Cer.64, cf. Fr.43.55, ἀντιβολήσων εἰλαπίνης ἣν πατρὶ Ποσειδάωνι καὶ ἄλλοις ῥέζε θεοῖς A.R.1.13, cf. 4.1421, ἑορταὶ καὶ εἰλαπίναι πρὸς ἱεροῖς Plu.2.169d, cf. Luc.Icar.16, εἰλαπίναισι καὶ εὐχωλαῖσι τέθηλεν IMEG 127.5 (imper.), cf. ISmyrna 544c.7 (III d.C.), AP 9.644 (Agath.), Opp.H.3.224, Orph.A.511, Q.S.12.549, Nonn.D.20.91.

Greek Monolingual

εἰλαπίνη η (Α)
λαμπρό και επίσημο συμπόσιο.

Greek Monotonic

εἰλᾰπίνη: [ῐ], ἡ, συμπόσιο ή μεγάλο γεύμα, που πραγματοποιείται από έναν οικοδεσπότη, αντίθ. προς το ἔρανος (βλ. αυτ.), σε Όμηρ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

εἰλᾰπίνη: (ῐ) ἡ пиршество, пир Hom., Hes., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: drinking-bout, festive eating (Il.; Ael. ἐλ(λ)απίνα Hoffmann Dial. 2, 487).
Derivatives: εἰλαπινάζω banquet (Il.; only present) with εἰλαπιναστής (Ρ 577).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. A cultural word that may well be a Pre-Greek word; cf. on δεῖπνον. Anl. εἰ- perh. due to metrical lengthening. -απ- is hardly IE.