ὑδροποσία: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑδροποσία:''' ἡ питье (одной) воды Xen., Plat. | |elrutext='''ὑδροποσία:''' ἡ питье (одной) воды Xen., Plat. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑδροποσία]], ἡ, [from [[ὑδροπότης]]<br />[[water]]-[[drinking]], Xen., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 9 January 2019
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A water-drinking, Hp. Acut.37, Int.45 (v.l. -πωσίη), X.Cyr.1.5.12, Pl.Lg.674a, Sor.1.65, etc.
German (Pape)
[Seite 1174] ἡ, das Wassertrinken; Xen. Cyr. 1, 5, 12; Plat. Legg. II, 674 a, ὑδροποσίαις ξυγγίγνεσθαι, immer Wasser trinken.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροποσία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ πίνειν ὕδωρ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12, Πλάτ. Νόμ. 674Α, κλπ., ἴδε τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habitude de ne boire que de l’eau.
Étymologie: ὑδροπότης.
Greek Monolingual
η / ὑδροποσία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδροποσίη και δ. τ. ὑδροπωσίη Α υδροπότης
πόση νερού.
Greek Monotonic
ὑδροποσία: Ιων. -ίη, ἡ, πόση νερού, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδροποσία: ἡ питье (одной) воды Xen., Plat.