αὐξίς: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(1b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐξίς]], η (Α)<br />[[μικρός]] [[τόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αύξω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[αύξη]]].
|mltxt=[[αὐξίς]], η (Α)<br />[[μικρός]] [[τόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αύξω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[αύξη]]].<br />[[αὖξις]], η (Α)<br />η [[αύξηση]].
}}
{{grml
|mltxt=[[αὖξις]], η (Α)<br />η [[αύξηση]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐξίς:''' ίδος ἡ зоол. малек тунца Arst.
|elrutext='''αὐξίς:''' ίδος ἡ зоол. малек тунца Arst.
}}
}}

Revision as of 13:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐξίς Medium diacritics: αὐξίς Low diacritics: αυξίς Capitals: ΑΥΞΙΣ
Transliteration A: auxís Transliteration B: auxis Transliteration C: afksis Beta Code: au)ci/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Byz. for κορδύλη or σκορδύλη,

   A young of the tunny, Phryn.Com.56, Arist.HA571a17, Nic.Al.469.

Greek (Liddell-Scott)

αὐξίς: ἰδος, ἡ, «αὐξίς, εἶδος θυννίδος, ἥν τινες κορδύλην λέγουσι, Φρύνιχος Τραγῳδοῖς» 7, Α. Β. 464. 5· ὅταν γὰρ τέκωσιν οἱ ἱχθύες ἐν τῷ Πόντῳ, γίγνονται ἐκ τοῦ ᾠοῦ ἂς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, Βυζάντινοι δὲ αὐξίδας διὰ τὰ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 13, Νικ. Ἀλεξιφ. 469. Ἡ γραφὴ αὔξις, ιδος, εἶναι ἡμαρτημένη.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
cría o alevín del atún τέμαχος αὐξίδος Phryn.Com.59, οἱ ἰχθύες ... ἃς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, οἱ δὲ Βυζάντιοι αὐξίδας διὰ τὸ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραις Arist.HA 571a17
sent. dud. tal vez bebida venenosa con sabor a pescado ὁπόταν λοπὶς αὐξίδα χραίνῃ Nic.Al.469.

Greek Monolingual

αὐξίς, η (Α)
μικρός τόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύξω ή < αύξη].
αὖξις, η (Α)
η αύξηση.

Russian (Dvoretsky)

αὐξίς: ίδος ἡ зоол. малек тунца Arst.