ἀνθολογία: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(1)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνθολογία:''' ἡ<b class="num">1)</b> собирание цветов Luc.;<br /><b class="num">2)</b> досл. собрание цветов, цветник, перен. антология (сборник мелких избранных стихотворений).
|elrutext='''ἀνθολογία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> собирание цветов Luc.;<br /><b class="num">2)</b> досл. собрание цветов, цветник, перен. антология (сборник мелких избранных стихотворений).
}}
}}

Revision as of 20:10, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθολογία Medium diacritics: ἀνθολογία Low diacritics: ανθολογία Capitals: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: anthología Transliteration B: anthologia Transliteration C: anthologia Beta Code: a)nqologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A flower-gathering, Luc.Pisc. 6.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, das Blumensammeln, Luc. Pisc. 6, Blumenlese, der Name von Sammlungen kleinerer Gedichte, meist Epigramme, deren Namen erkl. Meleager's Einleitungsgedicht zu seiner Blumenlese (Pal. IV, 1), wo er einen Kranz von Dichtern, jeden mit einer Blume vergleichend, flicht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθολογία: ἡ, συλλογὴ ἀνθέων, Λουκ. Ἁλ. 6. - Ἀνθολογίαι ἐκλήθησαν συλλογαὶ μικρῶν Ἑλληνικῶν ποιημάτων (ἰδίως ἐπιγραμμάτων) ὑπὸ διαφόρων συγγραφέων, ἅπερ οἱ ἐκδόντες συνέλεξαν καὶ συνήρμοσαν εἰς ἓν ὅλον, ἐν εἴδει ἀνθοδέσμης. Ἡ πρώτη ἐγένετο ὑπὸ Μελεάγρου (Ἀνθ. Π. 4. 1)· ἔπειτα ἦλθεν ἡ ὑπὸ Φιλίππου τοῦ Θεσσαλονικέως, ἀκολούθως ἡ ὑπὸ τοῦ Ἀγαθίου· ἔχομεν ὡσαύτως καὶ τὴν ὑπὸ Κωνσταντίνου Κεφαλᾶ (πρότερον καλουμένην Βατικανήν, ἤδη δὲ Παλατίνην) καὶ τὴν ὑπὸ Μαξίμου Πλανούδη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
recueil de pièces de vers choisies, anthologie.
Étymologie: ἀνθολογέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ acción de recoger flores Luc.Pisc.6.

Greek Monolingual

η (ΜΑ ἀνθολογία)
νεοελλ.
συλλογή εκλεκτών ποιητικών ή πεζών κειμένων μιας εποχής, ενός τόπου ή ενός συγγραφέα
αρχ.
συλλογή λουλουδιών.

Greek Monotonic

ἀνθολογία: ἡ, συλλογή λουλουδιών, σε Λουκ.· οι Ἀνθολογίαι ήταν συλλογές μικρών ελληνικών ποιημάτων και επιγραμμάτων από διαφόρους συνθέτες, τις οποίες ο εκδότης είχε συλλέξει ως ανθοδέσμη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθολογία:
1) собирание цветов Luc.;
2) досл. собрание цветов, цветник, перен. антология (сборник мелких избранных стихотворений).