προστρέφω: Difference between revisions
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
(nl) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ-τρέφω groot brengen. | |elnltext=προσ-τρέφω groot brengen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προστρέφω:''' вскармливать, воспитывать, взращивать Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A bring up in, ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη A.Ag. 736 (lyr.). 2 feed up, Ruf.Fr.68 (Pass., prob. cj.). II feed in addition to oneself, Teles p.40 H.
Greek (Liddell-Scott)
προστρέφω: ἀνατρέφω ἐντός, ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 735.
French (Bailly abrégé)
élever ou nourrir dans, τινι.
Étymologie: πρός, τρέφω.
Greek Monolingual
Α τρέφω
(ιδίως το παθ.) προστρέφομαι
1. τρέφομαι επί πλέον
2. ανατρέφομαι («ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
προστρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω εντός — Παθ., αόρ. αʹ προσεθρέφθην, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-τρέφω groot brengen.
Russian (Dvoretsky)
προστρέφω: вскармливать, воспитывать, взращивать Aesch.