σκυτοδέψης: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(nl)
(4)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκυτοδέψης -ου, ὁ [σκῦτος, δέψω] leerlooier.
|elnltext=σκυτοδέψης -ου, ὁ [σκῦτος, δέψω] leerlooier.
}}
{{elru
|elrutext='''σκῡτοδέψης:''' ου ὁ дубильщик, кожевник Plut.
}}
}}

Revision as of 03:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοδέψης Medium diacritics: σκυτοδέψης Low diacritics: σκυτοδέψης Capitals: ΣΚΥΤΟΔΕΨΗΣ
Transliteration A: skytodépsēs Transliteration B: skytodepsēs Transliteration C: skytodepsis Beta Code: skutode/yhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A leatherdresser, currier, Thphr.Char.16.6, HP3.18.5, Plu.Num.17 (gen. pl.), Luc.Vit.Auct.11; cf. σκυλοδέψης.

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, Ledergerber, Theophr., Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοδέψης: -ον, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, βυρσοδέψης, Θεοφρ. Χαρακτ. 17, Πλουτ. Νουμ. 17· πρβλ. σκυλοδέψης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. σκυτοδεψός.

Greek Monolingual

και σκυτόδεψος, ὁ, Α
1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης
2. αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα πάνω στο άλλο, μπαλωματής («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῡναι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -δέψης / -δέψος (< δέφω / δέψω), πρβλ. βυρσο-δέψης].

Greek Monotonic

σκῡτοδέψης: -ου, ὁ (δέφω, μέλ. δέψω), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης, σε Θεόφρ.· ομοίως, σκῡτόδεψος, , σε Πλάτ., Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοδέψης -ου, ὁ [σκῦτος, δέψω] leerlooier.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοδέψης: ου ὁ дубильщик, кожевник Plut.