προαφηγέομαι: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προ-αφηγέομαι, Ion. ptc. aor. προαπηγησάμενος, als eerste vertellen. | |elnltext=προ-αφηγέομαι, Ion. ptc. aor. προαπηγησάμενος, als eerste vertellen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ionic προ-απηγ fut. ήσομαι<br />Dep. to [[relate]] [[before]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:10, 10 January 2019
English (LSJ)
Ion. προαπηγ-,
A relate before, τὴν συμφορήν Hdt.3.138, cf. PMasp.89.24 (vi.A.D.).
German (Pape)
[Seite 709] ion. προαπηγ., dep. med., vorher erzählen, Her. 3, 138 u. Sp., wie Synes.
Greek (Liddell-Scott)
προαφηγέομαι: Ἰων. προαπηγ-, ἀποθετ., διηγοῦμαι πρότερον, τὴν συμφορὴν Ἡρόδ. 3. 138. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. Α΄, σ. 258, 263.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
exposer auparavant.
Étymologie: πρό, ἀφηγέομαι.
Greek Monotonic
προαφηγέομαι: Ιων. προ-απηγ-, μέλ. -ήσομαι, αποθ., αφηγούμαι από πριν, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αφηγέομαι, Ion. ptc. aor. προαπηγησάμενος, als eerste vertellen.