σχεδόθεν: Difference between revisions
(nl) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σχεδόθεν [σχέδον] adv., van nabij, dichtbij. | |elnltext=σχεδόθεν [σχέδον] adv., van nabij, dichtbij. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σχεδόθεν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> с близкого расстояния, в упор (βάλλειν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> на близкое расстояние, вплотную ([[ἐλθεῖν]] τινι Hom.);<br /><b class="num">3)</b> на близком расстоянии, вблизи (στῆναί τινος Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., prop.
A from nigh at hand; but used much like sq., nigh at hand, near, ὤμων μεσσηγὺς σ. βάλε Il.16.807, cf. A.R.4.662; σ. δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Od.2.267, 13.221, etc.; στῆ ῥ' αὐτῶν σ. 19.447.
German (Pape)
[Seite 1054] adv., von Nahem, aus der Nähe; βάλε, Il. 16, 807; μάχεσθαι, 17, 359; σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη, Od. 2, 267, vgl. 15, 223.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδόθεν: Ἐπίρρ. κυρίως, ἐκ τοῦ πλησίον· ἀλλ’ ἐν χρήσει παραπλησίως τῷ σχεδόν, πλησίον, ἐγγύς, Λατ. cominus, ὤμων μεσσηγὺς σχ. βάλε Ἰλ. Π. 807· σχ. δὲ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Ὀδ. Β. 267, Ν, 221, κλπ· στῆ ῥ’ αὐτῶν σχ. Τ. 447.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de près, d’auprès avec mouv.
2 près, auprès avec ou sans mouv.
Étymologie: σχεδόν, -θεν.
English (Autenrieth)
(ἔχω): from near at hand, close by, near, w. dat. or gen., Il. 16.800, Od. 19.477.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. (με τοπ. σημ.) α) από κοντά, εκ του σύνεγγυς
β) (συν. χρησιμοποιείται αντί του σχεδόν) πλησίον, κοντά
2. (με χρον. σημ.) ευθύς, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. εγγύ-θεν)].
Greek Monotonic
σχεδόθεν: κυρίως επίρρ., από κοντά, πλησίον, Λατ. cominus, σε Όμηρ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχεδόθεν [σχέδον] adv., van nabij, dichtbij.
Russian (Dvoretsky)
σχεδόθεν: adv.
1) с близкого расстояния, в упор (βάλλειν Hom.);
2) на близкое расстояние, вплотную (ἐλθεῖν τινι Hom.);
3) на близком расстоянии, вблизи (στῆναί τινος Hom.).