προεπιβουλεύω: Difference between revisions
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προεπιβουλεύω [προεπιβουλή] van tevoren een plan beramen tegen, met dat.: προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν liever van tevoren een actie tegen hen beramen dan een tegenactie (achteraf) Thuc. 1.33.4. | |elnltext=προεπιβουλεύω [προεπιβουλή] van tevoren een plan beramen tegen, met dat.: προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν liever van tevoren een actie tegen hen beramen dan een tegenactie (achteraf) Thuc. 1.33.4. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προεπιβουλεύω:''' заранее строить козни, интриговать (τινί Thuc.): προεπιβουλευόμενος Thuc. жертва (чьих-л.) козней. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A plot against beforehand, τινι Th.1.33:—Pass., to be the object of such plots, Id.3.83, D.S.19.65(s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 721] vorher nachstellen, τινί, Thuc. 1, 33; pass., 3, 83.
Greek (Liddell-Scott)
προεπιβουλεύω: ἐπιβουλεύω πρότερον, τινὶ Θουκ. 1. 33. ― Παθ., ὁ αὐτ. 3. 83, Διόδ. 19. 65. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 15.
French (Bailly abrégé)
tendre auparavant des embûches à, τινι.
Étymologie: πρό, ἐπιβουλεύω.
Greek Monolingual
Α
επιβουλεύω, σχεδιάζω πρώτος κακό εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
προεπιβουλεύω: μέλ. -σω, επιβουλεύω, συνομωτώ εναντίον κάποιου από πριν, τινί, σε Θουκ. — Παθ., είμαι το αντικείμενο τέτοιων επιβουλεύσεων, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προεπιβουλεύω [προεπιβουλή] van tevoren een plan beramen tegen, met dat.: προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν liever van tevoren een actie tegen hen beramen dan een tegenactie (achteraf) Thuc. 1.33.4.
Russian (Dvoretsky)
προεπιβουλεύω: заранее строить козни, интриговать (τινί Thuc.): προεπιβουλευόμενος Thuc. жертва (чьих-л.) козней.