κόλασμα: Difference between revisions
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
(nl) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κόλασμα -τος, τό [κολάζω] straf. | |elnltext=κόλασμα -τος, τό [κολάζω] straf. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόλασμα:''' ατος τό наказание, кара, взыскание Xen., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A chastisement, Ar.Fr.385, X.Cyr.3.1.23, Critias 25.4 D., AP5.217.7 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1472] τό, Züchtigung, Strafe; Xen. Cyr. 3, 1, 19; Plut. Crass. 10; Agath. 14 (V, 218).
Greek (Liddell-Scott)
κόλασμα: τό, τιμωρία, Ἀριστ. παρ’ Α. Β. 105, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 23, Κριτίας 9. 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
châtiment, peine.
Étymologie: κολάζω.
Greek Monolingual
το (Α κόλασμα) κολάζω
νεοελλ.
1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης
2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός
αρχ.
κολασμός, τιμωρία («κόλασμα τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.).
Greek Monotonic
κόλασμα: -ατος, τό (κολάζω), μαστίγωση, τιμωρία, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλασμα -τος, τό [κολάζω] straf.
Russian (Dvoretsky)
κόλασμα: ατος τό наказание, кара, взыскание Xen., Plut.