Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεν: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(nl)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κεν
|Medium diacritics=κεν
|Low diacritics=κεν
|Capitals=ΚΕΝ
|Transliteration A=ken
|Transliteration B=ken
|Transliteration C=ken
|Beta Code=ken
|Definition=v. [[κε]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεν''': πρὸ φωνήεντος, ἀντὶ κε, (ὃ ἴδε), Ὅμ.
|lstext='''κεν''': πρὸ φωνήεντος, ἀντὶ κε, (ὃ ἴδε), Ὅμ.

Revision as of 10:40, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεν Medium diacritics: κεν Low diacritics: κεν Capitals: ΚΕΝ
Transliteration A: ken Transliteration B: ken Transliteration C: ken Beta Code: ken

English (LSJ)

v. κε.

Greek (Liddell-Scott)

κεν: πρὸ φωνήεντος, ἀντὶ κε, (ὃ ἴδε), Ὅμ.

Greek Monolingual

κεν και κε (Α)
(δυνητ. μόριο) αν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυνητικό μόριο που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. ποίηση ως κεν, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως κε και στη δωρ. ως κα. Ο τ. κεν (κυρίως προ φωνήεντος) συνδέεται με αρχ. ινδ. kam, χεττιτ. kan και εμφανίζει πιθ. το δεικτικό στοιχείο κε (βλ. εκεί, εκείνος) και το επιρρμ. (τοπικό) στοιχείο -ν. Κατ' άλλους, το ληκτικό αυτό -ν ερμηνεύεται ως ιων. εφελκυστικό που τίθεται στον αιολ. τ. κε προ φωνήεντος
ο τ. αυτός (κε) αποτελεί πιθ. προϊόν συμφυρμού τών κεν και κα. Ο δωρ. τ. κᾱ, τέλος, απαντά αρχικά με μαρτυρία του με είναι αβέβαιη) και συνδέεται με ρωσ. -ko, -ka. Ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα ( ) του τ. κεν ( ken), αν το -ν θεωρηθεί επιρρμ. στοιχείο και όχι εφελκυστικό].

Greek Monotonic

κεν: πριν από φωνήεν αντί κε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεν zie κε.