κεν: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(nl) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=κεν | |||
|Medium diacritics=κεν | |||
|Low diacritics=κεν | |||
|Capitals=ΚΕΝ | |||
|Transliteration A=ken | |||
|Transliteration B=ken | |||
|Transliteration C=ken | |||
|Beta Code=ken | |||
|Definition=v. [[κε]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεν''': πρὸ φωνήεντος, ἀντὶ κε, (ὃ ἴδε), Ὅμ. | |lstext='''κεν''': πρὸ φωνήεντος, ἀντὶ κε, (ὃ ἴδε), Ὅμ. |
Revision as of 10:40, 31 January 2021
English (LSJ)
v. κε.
Greek (Liddell-Scott)
κεν: πρὸ φωνήεντος, ἀντὶ κε, (ὃ ἴδε), Ὅμ.
Greek Monolingual
κεν και κε (Α)
(δυνητ. μόριο) αν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυνητικό μόριο που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. ποίηση ως κεν, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως κε και στη δωρ. ως κα. Ο τ. κεν (κυρίως προ φωνήεντος) συνδέεται με αρχ. ινδ. kam, χεττιτ. kan και εμφανίζει πιθ. το δεικτικό στοιχείο κε (βλ. εκεί, εκείνος) και το επιρρμ. (τοπικό) στοιχείο -ν. Κατ' άλλους, το ληκτικό αυτό -ν ερμηνεύεται ως ιων. εφελκυστικό που τίθεται στον αιολ. τ. κε προ φωνήεντος
ο τ. αυτός (κε) αποτελεί πιθ. προϊόν συμφυρμού τών κεν και κα. Ο δωρ. τ. κᾱ, τέλος, απαντά αρχικά με ᾱ (η μαρτυρία του με ᾰ είναι αβέβαιη) και συνδέεται με ρωσ. -ko, -ka. Ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα ( kņ) του τ. κεν ( ken), αν το -ν θεωρηθεί επιρρμ. στοιχείο και όχι εφελκυστικό].
Greek Monotonic
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεν zie κε.