κυκλωτός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(nl)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυκλωτός -ή -όν [κυκλόω] rond.
|elnltext=κυκλωτός -ή -όν [κυκλόω] rond.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κυκλωτός]], ή, όν [[κυκλόω]]<br />[[rounded]], [[round]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλωτός Medium diacritics: κυκλωτός Low diacritics: κυκλωτός Capitals: ΚΥΚΛΩΤΟΣ
Transliteration A: kyklōtós Transliteration B: kyklōtos Transliteration C: kyklotos Beta Code: kuklwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A rounded, A.Th.540.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλωτός: -ή, -όν, ἔχων σχῆμα κύκλου, στρογγύλος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
arrondi.
Étymologie: κυκλόω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κυκλωτός, -ή, -όν) [[[κυκλώ]] (II)]
αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
περιφερειακόςκυκλωτός δρόμος»).
επίρρ...
κυκλωτά (Α κυκλωτῶς)
σε σχήμα κύκλου, κυκλικά, ολοτρόγυρα.

Greek Monotonic

κυκλωτός: -ή, -όν (κυκλόω), κυκλικός, στρογγυλός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κυκλωτός: закругленный, круглый (sc. σάκος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλωτός -ή -όν [κυκλόω] rond.

Middle Liddell

κυκλωτός, ή, όν κυκλόω
rounded, round, Aesch.