τύρευμα: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(nl) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τύρευμα -ατος, τό [τυρεύω] kaas. | |elnltext=τύρευμα -ατος, τό [τυρεύω] kaas. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τύρευμα:''' ατος (ῠ) τό сыр Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is curdled, cheese, in pl., E.El.496, Cyc.162,190. II metaph., intrigue, Com.Adesp.706.
German (Pape)
[Seite 1164] τό, das Gekäs'te, der Käse, Eur. Cycl. 161. 189 El. 496.
Greek (Liddell-Scott)
τύρευμα: [ῡ], τό, τὸ τυρευθέν, τὸ συμπαγὲν εἰς τυρόν, τυρός, ἐν τῷ πληθυν., τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα Εὐρ. Ἠλ. 496· ἐκφέρετέ νυν τυρεύματ’ ἢ μήλων τόκον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 162· πηκτοῦ γάλακτος οὐ σπάνια τυρεύματα αὐτόθι 190. ΙΙ. μεταφορ., πανουργία, μηχανορραφία, δολοπλοκία, Α. Β. 60, 28.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fromage.
Étymologie: τυρεύω.
Greek Monolingual
-εύματος, τὸ, Α τυρεύω
1. ο τυρός, το τυρί («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», Ευρ.)
2. μτφ. μηχανορραφία, δολοπλοκία, πανουργία.
Greek Monotonic
τύρευμα: [ῡ], -ατος, τό, αυτό το οποίο πήζεται, τυρί, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τύρευμα -ατος, τό [τυρεύω] kaas.
Russian (Dvoretsky)
τύρευμα: ατος (ῠ) τό сыр Eur.