κυβερνητήριος: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(nl) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυβερνητήριος -α -ον [κυβερνητήρ] van een stuurman. | |elnltext=κυβερνητήριος -α -ον [κυβερνητήρ] van een stuurman. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠβερνητήριος:''' относящийся к кормчему ([[ἔργον]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A = κυβερνητικός, Orac. ap. Plu.Sol.14.
German (Pape)
[Seite 1522] zum Steuermann gehörig; ἔργον, die Arbeit des Steuerns, or. bei Plut. Sol. 14.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνητήριος: -α, -ον, = κυβερνητικός, Χρησ. παρὰ Πλουτ. Σόλ. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne le pilote ou la manœuvre du gouvernail.
Étymologie: κυβερνητήρ.
Greek Monolingual
κυβερνητήριος, -ία, -ον (Α) κυβερνητήρ
κυβερνητικός.
Greek Monotonic
κῠβερνητήριος: -α, -ον = κυβερνητικός, σε Χρησμ. παρά Πλουτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβερνητήριος -α -ον [κυβερνητήρ] van een stuurman.
Russian (Dvoretsky)
κῠβερνητήριος: относящийся к кормчему (ἔργον Plut.).