πρότιμος: Difference between revisions

From LSJ

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source
(nl)
(4)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρότιμος -ον [πρό, τιμή] verkozen, gesteld boven: comp.. προτιμότερον τοῦ νέκταρος... τὸ φίλημα εἶναι dat zijn kus verkieslijker is dan nectar Luc. 68.3.
|elnltext=πρότιμος -ον [πρό, τιμή] verkozen, gesteld boven: comp.. προτιμότερον τοῦ νέκταρος... τὸ φίλημα εἶναι dat zijn kus verkieslijker is dan nectar Luc. 68.3.
}}
{{elru
|elrutext='''πρότῑμος:''' тж. compar.<br /><b class="num">1)</b> более ценный, предпочтительный (τῶν χρημάτων Plat.; [[τέχνη]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> драгоценный (λίθοι Plat.).
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρότῑμος Medium diacritics: πρότιμος Low diacritics: πρότιμος Capitals: ΠΡΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: prótimos Transliteration B: protimos Transliteration C: protimos Beta Code: pro/timos

English (LSJ)

ον,

   A most honoured, Xenoph.2.17: abs., π. λίθοι precious stones, v.l. in Pl.Lg.947d; προτιμότερον τῶν χρημάτων Id.Erx.393d (v.l.), cf. J.AJ 6.10.2, Luc.D Deor.5.3, Ael.NA8.4 (s. v.l.), D.C.47.31.

German (Pape)

[Seite 793] vor Andern geehrt, vorzüglich; λίθοι, Plat. Legg. XII, 947 d; οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τό περ ἔστι πρότιμον ῥώμης, ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει, Xenophan. bei Ath. X, 414 b; προτιμότερον, Ael. H. A. 8, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πρότῑμος: -ον, (τιμή) ὁ ὑπέρ τινα τιμώμενος, πλείονος τιμῆς ἄξιος ἤ..., τινος Ξενοφάν. (2. 17) παρ᾿ Ἀθην. 414Β· προτιμότερον τῶν χρημάτων Πλάτ. Ἐρυξ. 393D· ἀπολ., πρ. λίθοι, πολύτιμοι λίθοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 947D, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 4, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 7, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plus honoré, plus estimé que, gén..
Étymologie: πρό, τιμή.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που τιμάται περισσότερο από κάποιον άλλο ή ο άξιος περισσότερης τιμής («οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἔστι πρότιμον ῥώμης ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει», Ξεν.)
2. (για λίθους) πολύτιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. έν-τιμος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρότιμος -ον [πρό, τιμή] verkozen, gesteld boven: comp.. προτιμότερον τοῦ νέκταρος... τὸ φίλημα εἶναι dat zijn kus verkieslijker is dan nectar Luc. 68.3.

Russian (Dvoretsky)

πρότῑμος: тж. compar.
1) более ценный, предпочтительный (τῶν χρημάτων Plat.; τέχνη Luc.);
2) драгоценный (λίθοι Plat.).