ὅριος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὅριος:''' пограничный, охраняющий рубежи ([[Ζεύς]] Plat.; [[θεός]] Plut.). | |elrutext='''ὅριος:''' пограничный, охраняющий рубежи ([[Ζεύς]] Plat.; [[θεός]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὅριος]], ον, [[ὅρος]]<br />of boundaries, [[Ζεὺς]] [[ὅριος]] [[guardian]] of [[land]]-marks, Lat. [[Terminus]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, (ὅρος)
A of boundaries, Ζεὺς ὅριος guardian of boundaries and landmarks, Pl.Lg.842e, D.7.39. II = Lat. Terminus, D.H.2.74, Plu.Num.16.
German (Pape)
[Seite 378] die Gränze betreffend; Ζεὺς ὅριος, der Beschützer der Gränzen, Plat. Legg. VIII, 842 e, wie Dem. 7, 40; θεός, Plut. Num. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὅριος: -ον, (ὅρος) ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ὅρια, Ζεὺς ὅριος, ὁ φύλαξ τῶν συνόρων καὶ τῶν ὁρίων, ἤτοι τῶν σημείων ἰδιοκτησίας, Λατιν. Terminus, Πλάτ. Νόμ. 842Ε, Δημ. 86. 16, Διον. Ἁλ. 2. 74.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
protecteur des limites, des bornes en parl. de Zeus, du dieu Terme, à Rome.
Étymologie: ὅρος.
Greek Monotonic
ὅριος: -ον (ὅρος), συνοριακός, Ζεὺς ὅριος, φύλακας των σημαδιών που καθορίζουν τα σύνορα, Λατ. Terminus, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὅριος: пограничный, охраняющий рубежи (Ζεύς Plat.; θεός Plut.).
Middle Liddell
ὅριος, ον, ὅρος
of boundaries, Ζεὺς ὅριος guardian of land-marks, Lat. Terminus, Dem.