ἀσπιδηφόρος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀσπῐδηφόρος:''' щитоносный, т. е. вооруженный (οἰκητῆρες Aesch.; [[κῶμος]] Eur.). | |elrutext='''ἀσπῐδηφόρος:''' щитоносный, т. е. вооруженный (οἰκητῆρες Aesch.; [[κῶμος]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φέρω]]<br />[[shield]]-[[bearing]], Aesch., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A shield-bearing, of warriors, Id.Th.19; κῶμος ἀ. E.Supp.390: Subst., Id.Ba.781.
German (Pape)
[Seite 373] schildtragend, οἰκιστήρ Aesch. Spt. 19. – Subst., Eur. Bacch. 780 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπῐδηφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀσπίδα, ἐπὶ πολεμιστῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 19, Ἀγ. 825, ἔνθα ἐτέθη ἀντὶ τοῦ ἡμαρτημένου ἀσπιδηστρόφος· κῶμος ἀσπ. Εὐρ. Ἱκ. 390· πρβλ. τὸ προηγ.
Spanish (DGE)
-ον
portador de escudo λεώς A.A.825, cf. Th.19, κῶμος E.Supp.390
•subst. como cuerpo de soldados en el ejército portador del escudo pesado E.Ba.781.
Greek Monolingual
ἀσπιδηφόρος, -ον (Α)
1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα
2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.)
3. ως ουσ. ο στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν -η-οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].
Greek Monotonic
ἀσπῐδηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπῐδηφόρος: щитоносный, т. е. вооруженный (οἰκητῆρες Aesch.; κῶμος Eur.).