δικάρηνος: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δικάρηνος:''' (ᾰ), дор. [[δικάρανος|δικάρᾱνος]] 2 двуглавый (καρκίνοι Batr.; [[ἁλότριψ]] Anth.). | |elrutext='''δικάρηνος:''' (ᾰ), дор. [[δικάρανος|δικάρᾱνος]] 2 двуглавый (καρκίνοι Batr.; [[ἁλότριψ]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δῐ-κάρηνος, ον <i>adj</i><br />two-headed, (δίς, [[κάρηνον]]) Batr., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
Dor. -ᾱνος [κᾰ], ον,
A two-headed, Batr.298, AP6.306 (Aristo).
Greek (Liddell-Scott)
δῐκάρηνος: -ον, δύο ἔχων κεφαλάς, δικέφαλος, Βατραχομ. 300, Ἀνθ. Π.6.306.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux têtes.
Étymologie: δίς, κάρηνον.
Spanish (DGE)
(δῐκάρηνος) -ον
• Alolema(s): dór. δικάρᾱνος AP 6.306 (Aristo)
• Prosodia: [-ᾰ-]
de dos cabezas, bicéfalo ὄφις Nonn.D.5.154, Παρνησσός Nonn.D.13.131, cf. Batr.298, AP l.c.
Greek Monolingual
δικάρηνος, -ον (Α)
ο δικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κάρηνα «κεφάλια»].
Greek Monotonic
δῐκάρηνος: -ον, αυτός που έχει δύο κεφάλια (δίς, κάρηνον), δικέφαλος, σε Βατραχομ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δικάρηνος: (ᾰ), дор. δικάρᾱνος 2 двуглавый (καρκίνοι Batr.; ἁλότριψ Anth.).
Middle Liddell
δῐ-κάρηνος, ον adj
two-headed, (δίς, κάρηνον) Batr., Anth.