Φοίβειος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(4b)
(1b)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Φοίβειος:''' ион. [[Φοιβήϊος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> фебов, посвященный Фебу ([[ἱρόν]] Her.; [[λατρεία]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вдохновленный Фебом ([[γυνή]] Eur.).
|elrutext='''Φοίβειος:''' ион. [[Φοιβήϊος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> фебов, посвященный Фебу ([[ἱρόν]] Her.; [[λατρεία]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вдохновленный Фебом ([[γυνή]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Φοίβειος]], η, ον<br />of [[Phoebus]], [[sacred]] to him, Hdt., Eur.
}}
}}

Revision as of 14:50, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

Φοίβειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἴων 461· Ἰωνικ. Φοιβήιος, η, ον (ὡσαύτως, ἐν Εὐρ. Ι. Α. 756 (Λυρ.), πρβλ. Ἀχίλλειος)· ― ὁ εἰς τὸν Φοῖβον ἀνήκων ἢ ἱερὸς τοῦ Φοίβου, Ἡρόδ. 6, 61, Εὐρ. Φοίν. 225, Ἀποσπ. 859· ― θηλυκ. Φοιβηίς, ίδος, Ἀνθ. Π. 9. 201, κλπ.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de Phœbos.
Étymologie: Φοῖβος.

Greek Monolingual

-εία, -ον, θηλ. και -ος, και ιων. τ. Φοιβήϊος, -ΐη, -ον, θηλ. και Φοιβηΐς, -ΐδος, Α Φοῑβος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι αφιερωμένος στον Φοίβο.

Greek Monotonic

Φοίβειος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. Φοιβήϊος, , -ον· αυτός που ανήκει στο Φοίβο, αφιερωμένος σε αυτόν, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Φοίβειος: ион. Φοιβήϊος 3 и
1) фебов, посвященный Фебу (ἱρόν Her.; λατρεία Eur.);
2) вдохновленный Фебом (γυνή Eur.).

Middle Liddell

Φοίβειος, η, ον
of Phoebus, sacred to him, Hdt., Eur.