ἐπόγμιος: Difference between revisions

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπόγμιος:''' охраняющий борозды ([[Δημήτηρ]] Anth.).
|elrutext='''ἐπόγμιος:''' охраняющий борозды ([[Δημήτηρ]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπ-όγμιος, ον [[ὄγμος]]<br />presiding [[over]] the furrows, Anth.
}}
}}

Revision as of 22:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπόγμιος Medium diacritics: ἐπόγμιος Low diacritics: επόγμιος Capitals: ΕΠΟΓΜΙΟΣ
Transliteration A: epógmios Transliteration B: epogmios Transliteration C: epogmios Beta Code: e)po/gmios

English (LSJ)

ον,

   A presiding over the furrows, Δαμάτηρ AP6.258 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 1006] ον, Beiwort der Demeter, Add. 1 (VI, 258); nach Suid. ἔφορος τοῦ θέρους, dem Pflügen od. Mähen vorstehend. S. ὄγμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπόγμιος: -ον, ἐπίθ. τῆς Δήμητρας, ἡ προστάτις τῶν ὄγμων τοῦ ἀγροῦ, ἡ ἔφορος τοῦ θέρους, ὦ Δάματερ ἐπόγμιε Ἀνθ. Π. 6. 258.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui préside aux sillons ép. de Déméter.
Étymologie: ἐπί, ὄγμος.

Greek Monolingual

ἐπόγμιος, -ον (Α)
φρ. «ὦ Δάματερ ἐπόγμιε»
Δήμητρα που προστατεύεις τους όγμους, τις σειρές του θερισμού.

Greek Monotonic

ἐπόγμιος: -ον (ὄγμος), αυτός που προστατεύει τους αγρούς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπόγμιος: охраняющий борозды (Δημήτηρ Anth.).

Middle Liddell

ἐπ-όγμιος, ον ὄγμος
presiding over the furrows, Anth.