Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύναμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(4)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0999.png Seite 999]] adv. statt σὺν ἅμα, zusammen, Sp., S. Emp. adv. eth. 159 Luc. Tim. 23 Theocr. 25, 126.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0999.png Seite 999]] adv. statt σὺν ἅμα, zusammen, Sp., S. Emp. adv. eth. 159 Luc. Tim. 23 Theocr. 25, 126.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en même temps avec, τινι ; <i>abs.</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἅμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύναμᾰ''': Ἐπίρρ. ἀντὶ σὺν ἅμα, [[ὁμοῦ]] συγχρόνως, Ἀνθ. Π. 7. 9· [[ἔνθα]] φέρεται σὺν ἅμ’), Λουκ. Ἁλ. 51, Δὶς Κατηγ. 11, κτλ.· τινι, μετά τινος, Θεόκρ. 25. 126· σ. τοῖς φύλλοις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 1· [[συχνάκις]] ἐν τμήσει, σὺν δ’ ἅμα Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 217, 795· οὕτω παρ’ Εὐρ. Μηδ. 1143, σὺν τέκνοις ἅμ’ [[ἑσπόμην]], ― [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ πρῶτον [[ἴχνος]] τῆς συνθέσεως τῶν δύο μορίων εἰς μίαν λέξιν. ― Ὁ [[τύπος]] συνάμα [[εἶναι]] [[πλημμελής]], ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 889.
|lstext='''σύναμᾰ''': Ἐπίρρ. ἀντὶ σὺν ἅμα, [[ὁμοῦ]] συγχρόνως, Ἀνθ. Π. 7. 9· [[ἔνθα]] φέρεται σὺν ἅμ’), Λουκ. Ἁλ. 51, Δὶς Κατηγ. 11, κτλ.· τινι, μετά τινος, Θεόκρ. 25. 126· σ. τοῖς φύλλοις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 1· [[συχνάκις]] ἐν τμήσει, σὺν δ’ ἅμα Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 217, 795· οὕτω παρ’ Εὐρ. Μηδ. 1143, σὺν τέκνοις ἅμ’ [[ἑσπόμην]], ― [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ πρῶτον [[ἴχνος]] τῆς συνθέσεως τῶν δύο μορίων εἰς μίαν λέξιν. ― Ὁ [[τύπος]] συνάμα [[εἶναι]] [[πλημμελής]], ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 889.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en même temps avec, τινι ; <i>abs.</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἅμα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύνᾰμᾰ:''' и [[συνάμα]] adv. вместе, совместно (с), одновременно (с): σ. τινι Arst., Theocr. etc. одновременно с чем-л.
|elrutext='''σύνᾰμᾰ:''' и [[συνάμα]] adv. вместе, совместно (с), одновременно (с): σ. τινι Arst., Theocr. etc. одновременно с чем-л.
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 999] adv. statt σὺν ἅμα, zusammen, Sp., S. Emp. adv. eth. 159 Luc. Tim. 23 Theocr. 25, 126.

French (Bailly abrégé)

adv.
en même temps avec, τινι ; abs. ensemble.
Étymologie: σύν, ἅμα.

Greek (Liddell-Scott)

σύναμᾰ: Ἐπίρρ. ἀντὶ σὺν ἅμα, ὁμοῦ συγχρόνως, Ἀνθ. Π. 7. 9· ἔνθα φέρεται σὺν ἅμ’), Λουκ. Ἁλ. 51, Δὶς Κατηγ. 11, κτλ.· τινι, μετά τινος, Θεόκρ. 25. 126· σ. τοῖς φύλλοις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 1· συχνάκις ἐν τμήσει, σὺν δ’ ἅμα Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 217, 795· οὕτω παρ’ Εὐρ. Μηδ. 1143, σὺν τέκνοις ἅμ’ ἑσπόμην, ― ὅπερ εἶναι τὸ πρῶτον ἴχνος τῆς συνθέσεως τῶν δύο μορίων εἰς μίαν λέξιν. ― Ὁ τύπος συνάμα εἶναι πλημμελής, ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 889.

Russian (Dvoretsky)

σύνᾰμᾰ: и συνάμα adv. вместе, совместно (с), одновременно (с): σ. τινι Arst., Theocr. etc. одновременно с чем-л.