καταρρακτός: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(2b)
(1ab)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταρρακτός:''' опускной или подъемный ([[θύρα]] Plut.).
|elrutext='''καταρρακτός:''' опускной или подъемный ([[θύρα]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καταρρακτός]], ή, όν = [[καταρράκτης]],]<br />κ. [[θύρα]], a [[trap]]-[[door]], Plut.
}}
}}

Revision as of 23:55, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

καταρρακτός: ή, όν,= τῷ προηγ., κ. θύρα, καταρράκτης, κλαβανή, (porta cataracta παρὰ τῷ Λιβίῳ), ὑπερῷον θύρᾳ καταρρακτῇ κλειόμενον Πλουτ. Ἄρατ. 26· ἡ καὶ ἐπιρρακτὴ θύρα λεγομένη καὶ καταπακτή, ἰδ. ἐν. λ. καταπακτός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui s’abaisse : καταρρακτὴ θύρα PLUT porte qui s’abaisse, trappe ou guichet.
Étymologie: adj. verb. de καταράσσω.

Greek Monolingual

και καταρ(ρ)αχτός, -ή, -ό (Α καταρρακτός -ή, -όν) καταρράσσω
1. αυτός που πέφτει από πάνω και με ορμήκαταρρακτή θύρα» — η καταπακτή, Πλούτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η καταρράκτη
σιδερένια πόρτα φρουρίου πίσω από τάφρο με νερό
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η καταρρακτή και καταρραχτή
θύρα που κλείνει οχετό, υδροφράκτης.

Greek Monotonic

καταρρακτός: -ή, -όν, = το προηγ., κ. θύρα, καταπακτή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταρρακτός: опускной или подъемный (θύρα Plut.).

Middle Liddell

καταρρακτός, ή, όν = καταρράκτης,]
κ. θύρα, a trap-door, Plut.