μητροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μητροφόνος:''' <b class="num">I</b> дор. μᾱτροφόνος 2 убивающий мать (δύαι Aesch.).<br /><b class="num">II</b> дор. ματροφόνος ὁ матереубийца Aesch., Plut.
|elrutext='''μητροφόνος:''' <b class="num">I</b> дор. μᾱτροφόνος 2 убивающий мать (δύαι Aesch.).<br /><b class="num">II</b> дор. ματροφόνος ὁ матереубийца Aesch., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μητρο-[[φόνος]], ον [*[[φένω]]<br /><b class="num">1.</b> murdering one's [[mother]], [[matricidal]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> as Subst. a [[matricide]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 03:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροφόνος Medium diacritics: μητροφόνος Low diacritics: μητροφόνος Capitals: ΜΗΤΡΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: mētrophónos Transliteration B: mētrophonos Transliteration C: mitrofonos Beta Code: mhtrofo/nos

English (LSJ)

ον,

   A murdering one's mother, ἀντίποιν' ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας (Casaub. for μητροφόνας) A.Eu.268 (lyr.).    2 as Subst., matricide, ib.257 (lyr.).    II slayer of a mother, Nonn.D.43.147, al.

German (Pape)

[Seite 180] die Mutter mordend; δύα, Aesch. Eum. 258; subst., der Muttermörder, 246.

Greek (Liddell-Scott)

μητροφόνος: -ον, μητροκτόνος, ἀντίποιν’ ὡς τίνῃς ματροφόνου δύας (οὕτω ὁ Casaub ἀντὶ μητροφόνας), Αἰσχύλ. Εὐμ. 268. 2) ὡς οὐσ., μητραλοίας, φονεὺς τῆς ἰδίας μητρός, αὐτόθι 257.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
meurtrier de sa mère.
Étymologie: μήτηρ, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

-ο (Α μητροφόνος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) μητροκτόνος
αρχ.
αυτός που φονεύει τη μητέρα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -φόνος (< φόνος < θείνω), πρβλ. ανδρο-φόνος.

Greek Monotonic

μητροφόνος: -ον (*φένω),·
1. αυτός που σκοτώνει τη μητέρα του, μητροκτόνος, σε Αισχύλ.
2. ως ουσ., μητροκτονία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μητροφόνος: I дор. μᾱτροφόνος 2 убивающий мать (δύαι Aesch.).
II дор. ματροφόνος ὁ матереубийца Aesch., Plut.

Middle Liddell

μητρο-φόνος, ον [*φένω
1. murdering one's mother, matricidal, Aesch.
2. as Subst. a matricide, Aesch.