στεφανίσκος: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στεφᾰνίσκος:''' ὁ веночек Anacr. | |elrutext='''στεφᾰνίσκος:''' ὁ [[веночек]] Anacr. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:23, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, Dim. of στέφανος, Anacr.54, Anacreont.42.15, SIG1106.122 (Cos, iv/iii B.C.), Dsc.1.30.4, Longus 1.9, al.: also στεφᾰν-ίσκη, ἡ, Theognost.Can.110.
German (Pape)
[Seite 939] ὁ, dim. zu στέφανος, Kränzchen, Anacr. 40, 5. 42, 15.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ στέφανος, Ἀνακρ. 54, Ἀνακρεόντ. 45. 15· ὡσαύτως -ίσκη, ἡ, Θεογνώστ. Καν. 110.
Greek Monolingual
ὁ, Α
υποκορ. μικρός στέφανος, στεφανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνίσκος: ὁ веночек Anacr.