σιγά: Difference between revisions
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(4) |
(nl) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σῑγά:''' (ᾱ) ἡ дор. = [[σιγή]]. | |elrutext='''σῑγά:''' (ᾱ) ἡ дор. = [[σιγή]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σιγά Dor. voor σιγή. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 1 January 2019
French (Bailly abrégé)
dor. c. σιγή.
English (Slater)
ςῑγά (-ᾶς, -ᾷ.)
1 silence ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι (N. 9.7) ἀλλ' ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ (I. 5.51) ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. . οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180. 2. μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (Boeckh: μὴ κεῖται, μησὶ γὰρ codd.) fr. 240.
Greek Monolingual
(I)
Ν
επίρρ.
1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά»)
2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς»)
3. φρ. «σιγά σιγά»
α) σταδιακά
β) με πολλή προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά].———————— (II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σιγή.
Russian (Dvoretsky)
σῑγά: (ᾱ) ἡ дор. = σιγή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιγά Dor. voor σιγή.