νεόπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
(3b)
(1ba)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεόπηκτος:''' недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой ([[τυρός]] Batr.).
|elrutext='''νεόπηκτος:''' недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой ([[τυρός]] Batr.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-πηκτος, ον<br />[[fresh]] [[curdled]], [[fresh]] made, Babr.
}}
}}

Revision as of 14:10, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 243] = νεοπαγής, τυρός, Batrach. 38.

Greek (Liddell-Scott)

νεόπηκτος: -ον, ἴδε νεοπηγής.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fraîchement caillé;
2 de cuisson récente (brique).
Étymologie: νέος, πήγνυμι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεόπηκτος, -ον)
1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.)
2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.)
αρχ.
αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε («νεοπήκτου κεραμῑδος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. εύ-πηκτος, κρυσταλλό-πηκτος].

Greek Monotonic

νεόπηκτος: -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.

Russian (Dvoretsky)

νεόπηκτος: недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой (τυρός Batr.).

Middle Liddell

νεό-πηκτος, ον
fresh curdled, fresh made, Babr.