μεταπαύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(3)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεταπαύομαι:''' временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).
|elrutext='''μεταπαύομαι:''' временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Mid. to [[rest]] [[between]]-whiles, Il.
}}
}}

Revision as of 03:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπαύομαι Medium diacritics: μεταπαύομαι Low diacritics: μεταπαύομαι Capitals: ΜΕΤΑΠΑΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metapaúomai Transliteration B: metapauomai Transliteration C: metapayomai Beta Code: metapau/omai

English (LSJ)

   A rest between-whiles, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373.    II c. gen., cease from, ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. H.1.115.

German (Pape)

[Seite 152] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπαύομαι: μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ μεταξύ, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀναπαύομαι μεταξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.

French (Bailly abrégé)

cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.
Étymologie: μετά, παύομαι.

English (Autenrieth)

cease or rest between whiles, Il. 17.373.

Greek Monolingual

μεταπαύομαι (Α)
1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.)
2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι.

Greek Monotonic

μεταπαύομαι: Μέσ., αναπαύομαι στο μεταξύ (διάστημα), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπαύομαι: временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).

Middle Liddell

Mid. to rest between-whiles, Il.