διαιτητήριον: Difference between revisions

From LSJ

ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs

Source
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαιτητήριον:''' τό жилая комната Xen.
|elrutext='''διαιτητήριον:''' τό жилая комната Xen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δῐαιτητήριον, ου, τό, [[δίαιτα]] I. 2]<br />in pl. the [[dwelling]] rooms of a [[house]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαιτητήριον Medium diacritics: διαιτητήριον Low diacritics: διαιτητήριον Capitals: ΔΙΑΙΤΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: diaitētḗrion Transliteration B: diaitētērion Transliteration C: diaititirion Beta Code: diaithth/rion

English (LSJ)

τό, (

   A δίαιτα 11.1) in pl., dwelling-rooms, X.Oec.9.4: sg., dwelling-place, Procop.Aed.1.9.

German (Pape)

[Seite 580] τό, Wohnstube, Xen. Oec. 9, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαιτητήριον: τό, (δίαιτα Ι. 2) κατὰ πληθ., τὰ πρὸς οἴκησιν δωμάτια οἰκίας τινός, Ξεν. Οἰκ. 9, 4.

Spanish (DGE)

-ου, τό
plu. habitaciones donde se hace la vida, X.Oec.9.4
sg. residencia, morada Procop.Aed.1.9.9, Sud.

Greek Monolingual

διαιτητήριον, το (AM) δίαιτα
1. στον πληθ. τα δωμάτια κατοικίας
2. ενδιαίτημα, κατοικία.

Greek Monotonic

δῐαιτητήριον: τό (δίαιτα I. 2), στον πληθ., δωμάτια σπιτιού που προορίζονταν για διαμονή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διαιτητήριον: τό жилая комната Xen.

Middle Liddell

δῐαιτητήριον, ου, τό, δίαιτα I. 2]
in pl. the dwelling rooms of a house, Xen.