ἀπεραντολογία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπεραντολογία:''' ἡ Luc. = [[ἀπειρολογία]].
|elrutext='''ἀπεραντολογία:''' ἡ Luc. = [[ἀπειρολογία]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀπεραντολόγος]] = [[ἀπειρολογία]], Luc.]
}}
}}

Revision as of 15:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεραντολογία Medium diacritics: ἀπεραντολογία Low diacritics: απεραντολογία Capitals: ΑΠΕΡΑΝΤΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: aperantología Transliteration B: aperantologia Transliteration C: aperantologia Beta Code: a)perantologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀπειρολογία, Cic.Att.12.9, Luc.DMort.10.10, Gal.18(1).254.

German (Pape)

[Seite 287] ἡ, unbegrenzte Geschwätzigkeit, ῥημάτων Luc. Mart. Dial. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεραντολογία: ἡ, ἀπειρολογία, πολυλογία, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bavardage interminable.
Étymologie: ἀπεραντολόγος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
charla interminable, saturis auribus scolica dape atque ebriis sophistice aperantologia Varro Sat.Men.144, cf. Cic.Att.246.4, Luc.DMort.10.10, Gal.18(1).254.

Greek Monolingual

η (AM ἀπεραντολογία)
πολυλογία, φλυαρία.

Greek Monotonic

ἀπεραντολογία: ἡ, = ἀπειρολογία, πολυλογία, ακατάπαυστη φλυαρία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεραντολογία: ἡ Luc. = ἀπειρολογία.

Middle Liddell

[from ἀπεραντολόγος = ἀπειρολογία, Luc.]