ἀπέρρω: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(1) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπέρρω:''' уходить (ἀπέρρων δ᾽ [[ἔνθεν]] ἦλθες [[ἐνθάδε]] Eur.): ἄπερρε! Arph. убирайся прочь! | |elrutext='''ἀπέρρω:''' уходить (ἀπέρρων δ᾽ [[ἔνθεν]] ἦλθες [[ἐνθάδε]] Eur.): ἄπερρε! Arph. убирайся прочь! | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to go [[away]], be [[gone]], Eur.: ἄπερρε [[away]], [[begone]], Lat. abi in malam rem, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 9 January 2019
English (LSJ)
A go away, be gone, E.HF260; ἄπερρε away! begone! Ar. Nu.783, Ec.169; οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον; Cratin.123.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέρρω: ἀπέρχομαι, φεύγω, «ξεκουμπίζομαι», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 260: ἄπερρε, φύγε ἀπ’ ἐδῶ, «ξεκουμπίσου», Λατ. abi in malamrem! Ἀριστοφ. Νεφ. 783, Ἐκκλ. 169: οὕτως, οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον: «οὐκ ἀπελεύσῃ, οὐκ ἀποφθαρήσῃ;» (Α. Β. 422, 9) Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 6· ἴδε τὸ ἁπλοῦν ἔρρω.
Spanish (DGE)
marcharse ἀπέρρων δ' ἔνθεν ἦλθες ἐνθάδε, ὕβριζ' márchate allí de donde viniste y ejerce allí tu insolencia E.HF 260
•cóm. largarse, irse por ahí οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον; Cratin.123, ἄπερρε ¡largo!, ¡fuera! Ar.Nu.783, Ec.169.
Greek Monolingual
ἀπέρρω (Α) έρρω
φεύγω γρήγορα, ξεκουμπίζομαι.
Greek Monotonic
ἀπέρρω: μέλ. -ερρήσω, απέρχομαι, φεύγω, «τσακίζομαι», σε Ευρ.· ἄπερρε, φύγε! ξεκουμπίσου!, Λατ. in malam rem, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέρρω: уходить (ἀπέρρων δ᾽ ἔνθεν ἦλθες ἐνθάδε Eur.): ἄπερρε! Arph. убирайся прочь!
Middle Liddell
to go away, be gone, Eur.: ἄπερρε away, begone, Lat. abi in malam rem, Ar.