ἀποσποδέω: Difference between revisions
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
(1b) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποσποδέω:''' стирать до основания (τοὺς ὄνυχας Arph.). | |elrutext='''ἀποσποδέω:''' стирать до основания (τοὺς ὄνυχας Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[wear]] [[quite]] off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to [[walk]] one's toes off, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 9 January 2019
English (LSJ)
A wear quite off, τοὺς ὄνυχας walk one's toes off, Ar. Av.8:—Pass., = ἀπερρίφθαι, ἀποθανεῖν, Hsch. II ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ, Id. (-ικώτων cod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσποδέω: ἀφανίζω, καταστρέφω τι ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων, ν᾿ ἀφανίσω τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων μου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
user, épuiser.
Étymologie: ἀπό, σποδέω.
Greek Monotonic
ἀποσποδέω: μέλ. -ήσω, φθείρω κάτι εντελώς, το καταστρέφω μέσω της χρήσης· ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, καταστρέφω φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσποδέω: стирать до основания (τοὺς ὄνυχας Arph.).
Middle Liddell
to wear quite off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to walk one's toes off, Ar.