ἀποκώλυσις: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποκώλῡσις:''' εως ἡ помеха Xen. | |elrutext='''ἀποκώλῡσις:''' εως ἡ помеха Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀποκωλύω]]<br />a [[hindrance]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hindering, X.Eq.3.11, J.AJ14.11.5.
German (Pape)
[Seite 310] ἡ, das Verhindern, Verweigern, Xen. de re equ. 3. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, ἀποποίησις, ἄρνησις, ἐπὶ ἵππων μὴ δεχομένων τὸν χαλινὸν ἢ τὸν ἀναβάτην, τὰς δέ γε τῶν χαλινώσεων καὶ ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις Ξεν. Ἱππ. 3. 11· κώλυσις, ἐμπόδιον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1571.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
empêchement.
Étymologie: ἀποκωλύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
impedimento ἀναβάσεων X.Eq.3.11, cf. I.AI 14.285.
Greek Monolingual
ἀποκώλυσις, η (Α)
το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει κανείς κάτι.
Greek Monotonic
ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, παρεμπόδιση, κωλυσιεργία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκώλῡσις: εως ἡ помеха Xen.