ἀτόπημα: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atopima | |Transliteration C=atopima | ||
|Beta Code=a)to/phma | |Beta Code=a)to/phma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[absurdity]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.80</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">strange sight</b> or [[occurrence]], POxy.1557.6 (iii A.D.), al. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[offence]], PTeb.303.11 (ii A. D.), <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>1.24</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:15, 29 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A absurdity, S.E.M.1.80. 2 strange sight or occurrence, POxy.1557.6 (iii A.D.), al. 3 offence, PTeb.303.11 (ii A. D.), Procop.Pers.1.24.
German (Pape)
[Seite 388] τό, die Unschicklichkeit, Sp.; Verbrechen, Zosim.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτόπημα: τό, ἄτοπος λόγος ἤ πράξις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 80, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 43, 18: ― βραδύτερον, ἀδίκημα, πλημμέλημα, ἔνοχος ἀτοπημάτων Ρήτορες (Walz) τ. 1. σ. 618.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 algo fuera de lugar, absurdo αὐτοί μοι δοκοῦσι τούτων αἰσθόμενοι τῶν ἀτοπημάτων εἰς τὴν ἀπονίαν ... ὑποφεύγειν Plu.2.1089d, μετριώτερα τῶν Διονυσίου ἀτοπημάτων S.E.M.1.80
•tontería, necedad πάντες ἂν εἰς μανείαν (l. μανίαν) καὶ εἰς ἕτερα ἀτοπήματα κατέτρεχον PLugd.Bat.17.17.7 (VI d.C.) en BL 6.73
•desarreglo πρὸς ἀ. τι τῶν γυναικῶν Hsch.s.u. γλυκυσίδη.
2 agravio, ofensa, delito περὶ ὧν εἰς ἡμᾶς διεπράξατο ἀτοπημάτων PTeb.303.11 (II d.C.), τοὺς ἐπί τινι ἀτοπήματι καταδικασθέντας θανεῖν νενόμιστο D.C.Epit.7.21.9, ὅσων γὰρ ἀτοπημάτων ἔνοχος φαίνεται Rh.1.618.5, cf. PCair.Isidor.65.9, 67.14 (III d.C.), POxy.1557.6 (III d.C.), PLaur.60.11 (III d.C.), Procop.Pers.1.24, Sch.Ar.V.1001
•falta, descuido en el desempeño de un cargo ὡς μηδὲν ἀ. γενέ[σ] θαι PSI 734.24.7 (III d.C.).
3 accidente, desgracia μὴ ἀσφαλῶς [ἔχοντας το] ῦ τύχου (l. τοίχου) ἀτόπημά τι συνβη[...] ἐνίοις PRainer Cent.84.17 (IV d.C.).
Greek Monolingual
το (AM ἀτόπημα) άτοπος
απρέπεια, παρεκτροπή.
Russian (Dvoretsky)
ἀτόπημα: ατος τό несообразность, нелепость Sext.