αὐστηρότης: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(1b) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐστηρότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> терпкость, вяжущий вкус (οἴνου Xen. и περὶ οἴνου Plat.);<br /><b class="num">2)</b> суровость, резкость, желчность (τοῦ [[γήρως]] Plat.). | |elrutext='''αὐστηρότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> терпкость, вяжущий вкус (οἴνου Xen. и περὶ οἴνου Plat.);<br /><b class="num">2)</b> суровость, резкость, желчность (τοῦ [[γήρως]] Plat.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[From [[αὐστηρός]]<br />[[harshness]], [[roughness]], οἴνου Xen.: metaph. [[austerity]], [[harshness]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A harshness, roughness, X.An.5.4.29; οἴνου, opp. γλυκύτης, Pl.Tht.178c, Thphr.HP7.9.5. 2 metaph., harshness, crabbedness, τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, cf. D.C.56.3.
Greek (Liddell-Scott)
αὐστηρότης: -ητος, ἡ, τραχύτης, δριμύτης, οἴνου Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· ἡ περὶ οἴνου αὐστ., ἀντιθέτως πρὸς τὸ γλυκύτης Πλάτ. Θεαίτ. 178C. 2) μεταφ. τραχύτης, χαλεπότης, τοῦ γήρως ὁ αὐτ. Νόμ. 666Β, πρβλ. Δίωνα Κ. 56. 3.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
sécheresse, âpreté, saveur âcre.
Étymologie: αὐστηρός.
Ant. γλυκύτης.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
I de cosas aspereza, acritud del vino puro, X.An.5.4.29, de jugos vegetales, Thphr.HP 7.9.5
•sequedad op. γλυκύτης οἴνου Pl.Tht.178c.
II de pers.
1 sequedad τοῦ γήρως Pl.Lg.666b, τοῦ πρεσβυτέρου D.C.56.3.3
•austeridad πατέρων Ephr.Syr.1.17B, τῆς σωφροσύνης Chrys.Sac.6.2.32, ἀδελφῶν Nil.M.79.1129C.
2 severidad πνεῦμα αὐστηρότητος Chrys.M.61.117, ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ... οὐκ ἠνείχετο τῆς αὐστηρότητος ταύτης Chrys.M.63.465.
Greek Monotonic
αὐστηρότης: -ητος, ἡ, τραχύτητα, δριμύτητα, οἴνου, σε Ξεν.· μεταφ., τραχύτητα, στριφνότητα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
αὐστηρότης: ητος ἡ
1) терпкость, вяжущий вкус (οἴνου Xen. и περὶ οἴνου Plat.);
2) суровость, резкость, желчность (τοῦ γήρως Plat.).
Middle Liddell
[From αὐστηρός
harshness, roughness, οἴνου Xen.: metaph. austerity, harshness, Plat.