γαπόνος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(1b)
mNo edit summary
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γᾱπόνος:''' ὁ дор. = [[γεωπόνος]].
|elrutext='''γᾱπόνος:''' ὁ дор. = [[γεωπόνος]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γαπόνος]], ὁ Dor. voor [[γεωπόνος]].
}}
}}

Revision as of 20:47, 11 April 2020

Spanish (DGE)

v. γεωπόνος.

Greek Monolingual

γαπόνος, ο (δωρ. τ.) (Α)
ο γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -πόνος < πονώ, πονούμαι. Συνώνυμο της αρχαίας επίσης λ. γεωπόνος «γεωργός»].

Russian (Dvoretsky)

γᾱπόνος: ὁ дор. = γεωπόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαπόνος, ὁ Dor. voor γεωπόνος.