γένεθλον: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(1b) |
m (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γένεθλον:''' τό<b class="num">1)</b> род, происхождение (γ. [[σπέρμα]] τε Ἀργεῖον Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> род, племя, потомство (Λήδας Aesch.; Οἰταίου πατρός Soph.): τὰ θνητῶν γένεθλα Soph. человеческий род. | |elrutext='''γένεθλον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> род, происхождение (γ. [[σπέρμα]] τε Ἀργεῖον Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> род, племя, потомство (Λήδας Aesch.; Οἰταίου πατρός Soph.): τὰ θνητῶν γένεθλα Soph. человеческий род. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:47, 4 January 2019
English (LSJ)
τό,
A = γενέθλη, race, descent, A.Supp.290. 2 offspring, Id.Ag.784 (lyr.), 914, etc.; γ. Οἰταίου πατρός S.Ph.453; τὰ θνητῶν γ. the sons of men, Id.OT1425.
German (Pape)
[Seite 482] τό, Abstammung, Aesch. Suppl. 287; Stamm, Geschlecht, Sprößling, Ἀτρέως, Λήδας, Ag. 758. 888; Soph. O. R. 180, u. sonst bei Tragg.; τὰ θνητῶν γένεθλα, die Menschengeschlechter, Soph. O. R. 1425; Simon. bei Plat. Prot. 346 c; auch sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
γένεθλον: τό, = γενέθλη, γένος, καταγωγή, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 290. 2) = γέννημα, γόνος, ἀπόγονοι, ὁ αὐτ. Ἀγ. 784. 914, κτλ.· γ. Οἰταίου πατρὸς Σοφ. Φ. 453· τὰ θνητῶν γ., «οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1425.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 descendance;
2 descendant, rejeton : τὰ θνητῶν γένεθλα SOPH les enfants des hommes.
Étymologie: cf. γενέθλη.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 estirpe, linaje γ. σπέρμα τε Ἀργεῖον A.Supp.290.
2 c. gen. vástago, descendiente Ἀτρέως A.A.784, Οἰταίου πατρός S.Ph.453, cf. A.A.914, E.Hipp.62, Andr.1274, Orph.H.57.3, τὰ θνητῶν ... γένεθλα la raza humana S.OT 1425.
Greek Monolingual
γένεθλον, το (Α)
1. γενιά, καταγωγή
2. γόνοι, απόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε- (< γεν∂-), δισύλλαβη μορφή της ρίζας γεν- του γίγνομαι + (επίθημα) -θλο-, παράλληλος τ. του γενέθλη].
Greek Monotonic
γένεθλον: τό,
1. = γενέθλη, γένος, καταγωγή, σε Αισχύλ.
2. = γέννημα, απόγονος, τέκνον, στον ίδ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
γένεθλον: τό
1) род, происхождение (γ. σπέρμα τε Ἀργεῖον Aesch.);
2) род, племя, потомство (Λήδας Aesch.; Οἰταίου πατρός Soph.): τὰ θνητῶν γένεθλα Soph. человеческий род.