δυσδιαίτητος: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσδιαίτητος:''' трудно разрешимый, трудный ([[κρίσις]] Plut.).
|elrutext='''δυσδιαίτητος:''' трудно разрешимый, трудный ([[κρίσις]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]διαίτητος, ον [[διαιτάω]]<br />[[hard]] to [[decide]], Plut.
}}
}}

Revision as of 14:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιαίτητος Medium diacritics: δυσδιαίτητος Low diacritics: δυσδιαίτητος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiaítētos Transliteration B: dysdiaitētos Transliteration C: dysdiaititos Beta Code: dusdiai/thtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to decide, Plu.Comp.Cim.Luc.3; λόγος Porph.Abst.2.1.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu entscheiden; κρίσις Plut. Cim. et Luc. 3; σκέψις Coriol. 35.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιαίτητος: -ον, περὶ οὗ δύσκολον εἶναι νὰ ἀποφασίσῃ τις, κρίσις Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à trancher, à décider.
Étymologie: δυσ-, διαιτάω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de decidir, de resolver τοῦτο Gal.4.485, ἡ κρίσις Plu.Comp.Cim.Luc.3, σκέψις Plu.Cor.35, λόγος Porph.Abst.2.1.

Greek Monolingual

δυσδιαίτητος, -ον (Α)
αυτός για τον οποίο είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς.

Greek Monotonic

δυσδιαίτητος: -ον (διαιτάω), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιαίτητος: трудно разрешимый, трудный (κρίσις Plut.).

Middle Liddell

δυσ-διαίτητος, ον διαιτάω
hard to decide, Plut.