ἔμπα: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(2)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔμπα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[έμπας]].———————— <b>(II)</b><br />το<br /><b>1.</b> το να μπαίνει [[κάποιος]] [[κάπου]], η [[είσοδος]]<br /><b>2.</b> [[είσοδος]], [[θύρα]]<br /><b>3.</b> [[έναρξη]] περιόδου («το [[έμπα]] του χειμώνα»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το [[έμπα]]-[[έβγα]]» — το να μπαινοβγαίνει [[συνεχώς]] [[κάποιος]] άσκοπα.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔμπα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[έμπας]].<br /><b>(II)</b><br />το<br /><b>1.</b> το να μπαίνει [[κάποιος]] [[κάπου]], η [[είσοδος]]<br /><b>2.</b> [[είσοδος]], [[θύρα]]<br /><b>3.</b> [[έναρξη]] περιόδου («το [[έμπα]] του χειμώνα»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το [[έμπα]]-[[έβγα]]» — το να μπαινοβγαίνει [[συνεχώς]] [[κάποιος]] άσκοπα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:25, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 809] s. ἔμπας.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾱς.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἔμπας.

Spanish (DGE)

v. ἔμπας.

Greek Monolingual

(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.
(II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.

Greek Monotonic

ἔμπᾰ: επίρρ., βλ. ἔμπᾱς.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπα: adv. Pind., Soph. = ἔμπας.