ἐννῆμαρ: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(2) |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐννῆμαρ:''' adv. в течение девяти дней Hom. | |elrutext='''ἐννῆμαρ:''' adv. в течение девяти дней Hom. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=epic adv. for [[nine]] days, Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 9 January 2019
English (LSJ)
Ep. Adv.
A for nine days, Il.1.53, al.
German (Pape)
[Seite 847] adv., neun Tage lang, Il. 1, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννῆμαρ: Ἐπικ. ἐπίρρ., ἐπὶ ἐννέα ἡμέρας, Ἰλ. Α. 53, κ. ἀλλ.· περὶ τοῦ ἐννέα ὡς ἱεροῦ ἀριθμοῦ, ἴδε ἐν λ. ἐννέα.
French (Bailly abrégé)
adv.
pendant neuf jours.
Étymologie: ἐννέα, ἦμαρ.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
adv. durante nueve días ἐ. μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῖο, τῇ δεκάτῃ ... Il.1.53, ἐ. ξείνισσε καὶ ἐννέα βοῦς ἱέρευσεν Il.6.174, ἐ. δ' ἐς τεῖχος ἵει ῥόον Il.12.25, ἐ. δὴ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρωρεν Il.24.107, cf. Od.7.253, ἐ. ... πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ Od.10.28
•no incluyendo las noches Λητὼ δ' ἐ. τε καὶ ἐννέα νύκτας h.Ap.91, cf. h.Cer.47.
Greek Monolingual
ἐννήμαρ (Α)
επίρρ. επί εννέα ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ήμαρ «ημέρα», με συναίρεση ή, κατ' άλλους, < ενF ήμαρ < θ. ενF- (βλ. εννέα) + ήμαρ].
Greek Monotonic
ἐννῆμαρ: Επικ. επίρρ., αυτός που διαρκεί επί εννιά μέρες, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐννῆμαρ: adv. в течение девяти дней Hom.
Middle Liddell
epic adv. for nine days, Il.