εὐμετάπειστος: Difference between revisions
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐμετάπειστος:''' легко убеждаемый, сговорчивый Arst. | |elrutext='''εὐμετάπειστος:''' легко убеждаемый, сговорчивый Arst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-[[μετάπειστος]], ον [[μεταπείθω]]<br />[[easy]] to [[persuade]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:45, 9 January 2019
English (LSJ)
A easy to persuade, Arist.EN1151b6, Them.Or.7.98b.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht durch Ueberredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Ggstz δύσπειστος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετάπειστος: -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à faire changer d’avis.
Étymologie: εὖ, μεταπείθω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐμετάπειστος, -ον)
αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-πειστός (< μετα-πείθω)].
Greek Monotonic
εὐμετάπειστος: -ον (μεταπείθω), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμετάπειστος: легко убеждаемый, сговорчивый Arst.
Middle Liddell
εὐ-μετάπειστος, ον μεταπείθω
easy to persuade, Arist.