ἱππομαχία: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱππομᾰχία:''' ἡ сражение в конном строю, конное сражение Plat., Thuc., Plut. | |elrutext='''ἱππομᾰχία:''' ἡ сражение в конном строю, конное сражение Plat., Thuc., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἱππομᾰχία, ἡ,<br />a [[horse]]-[[fight]], an [[action]] of [[cavalry]], Thuc., etc. [from [[ἱππομάχος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A horse-fight, action of cavalry, Th.2.22, 4.72, Pl.La.193b, etc.
German (Pape)
[Seite 1260] ἡ, Reiterkampf, Plat. Lach. 193 b Thuc. 2, 22 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππομᾰχία: ἡ, μάχη ἱππικοῦ στρατεύματος, Θουκ. 2. 22., 4. 72, Πλάτ. Λάχ. 193Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat de cavalerie.
Étymologie: ἱππόμαχος.
Greek Monolingual
η (Α ἱππομαχία) ιππομάχος
μάχη έφιππων σωμάτων, μάχη μεταξύ ιππικών στρατευμάτων («ἱππομαχία τις ἐγένετο βραχεῑα ἐν Φρυγίοις», Θουκ.)
Greek Monotonic
ἱππομᾰχία: ἡ, μάχη με άλογα, μάχη ιππικού στρατεύματος, σε Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππομᾰχία: ἡ сражение в конном строю, конное сражение Plat., Thuc., Plut.
Middle Liddell
ἱππομᾰχία, ἡ,
a horse-fight, an action of cavalry, Thuc., etc. [from ἱππομάχος