ἰωχμός: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰωχμός:''' ὁ боевая свалка, смятение, беспорядочное отступление Hom., Hes. | |elrutext='''ἰωχμός:''' ὁ боевая свалка, смятение, беспорядочное отступление Hom., Hes. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἰ¯ωχμός, = [[ἰωκή]], Il., Hes.] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:35, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], ὁ,= ἰωκή, ἦλθον ἀν' ἰωχμόν through
A the rout, Il.8.89,158; ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο Hes.Th.683, cf. Theoc.25.279.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, = ἰωκή, Schlachtgetümmel; Il. 8, 89. 157; Hes. Th. 683.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
poursuite dans un combat, mêlée.
Étymologie: R. Δjακ, poursuivre ; cf. διώκω.
English (Autenrieth)
=ἰωκή, Il. 8.89 and 158.
Greek Monolingual
ἰωχμός, ὁ (Α)
ιωκή, καταδίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰωκ-σμός, με σίγηση του -σ-και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ-, < ἰωκή (πρβλ. πλο-χμός, ρω-χμός). Η μακρότητα του αρκτικού ι- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
ἰωχμός: [ῑ], ὁ, = ἰωκή, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰωχμός: ὁ боевая свалка, смятение, беспорядочное отступление Hom., Hes.
Middle Liddell
ἰ¯ωχμός, = ἰωκή, Il., Hes.]