καυτός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(2b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καυτός:''' Eur. = [[καυστός]]. | |elrutext='''καυτός:''' Eur. = [[καυστός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καυτός -ή -όν zie καυστός. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A v. καυστός.
Greek (Liddell-Scott)
καυτός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. καυστός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 brûlé (par le bout);
2 brûlant.
Étymologie: καίω.
Greek Monolingual
(I)
και καυστός, -ή, -ό (ΑΜ καυτός και καυστός, -ή, -όν) καίω
αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.)
νεοελλ.
ζωτικός, βασικός («καυτά προβλήματα»)
Greek Monotonic
καυτός: -ή, -όν, άλλος τύπος του καυστός.
Russian (Dvoretsky)
καυτός: Eur. = καυστός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καυτός -ή -όν zie καυστός.