κόννος: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κόννος:''' v. l. [[κόνος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> серьга, подвеска (κόνοι καὶ ψέλλια Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> борода (τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.). | |elrutext='''κόννος:''' v. l. [[κόνος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> серьга, подвеска (κόνοι καὶ ψέλλια Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> борода (τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κόννος -ου, ὁ baard. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, kind of
A trinket, Suid., citing Plb.10.18.6 (where κόνος). 2 beard, Luc.Lex.5. 3 = σκόλλυς (Lacon.), Hsch. s.v. ἱέρωμα; and κοννοφόρος, ον, = σκολλυφόρος, Id.
German (Pape)
[Seite 1482] ὁ, 1) eine Art Ohrenschmuck von zapfenförmiger Gestalt, Pol. 10, 18. 6, wo κόνος gelesen wird. – 2) der Bart am Kinn, Luc. Lexiph. 5; Hesych. – Es hängt wohl mit κῶνος zusammen.
Greek (Liddell-Scott)
κόννος: ὁ, εἶδος μικροῦ κοσμήματος, Πολύβ. 10. 18, 6 (κ. ἀλλ. κόνος). 2) ἡ γενειάς, Λουκ. Λεξιφ. 5. 3) = σκόλλυς, Ἡσύχ.· καὶ κοννο-φόρος, ον, = σκολλυφόρος, ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
barbe au menton.
Étymologie: DELG origine inconnue.
Greek Monolingual
κόννος, ὁ (Α)
1. είδος μικρού κοσμήματος
2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.)
3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-νν-)].
Russian (Dvoretsky)
κόννος: v. l. κόνος ὁ
1) серьга, подвеска (κόνοι καὶ ψέλλια Polyb.);
2) борода (τὸν κόννον ἀποκεκομηκώς Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόννος -ου, ὁ baard.