Κυκλώπειος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(3)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Κυκλώπειος:''' Eur. = [[Κυκλώπιος]].
|elrutext='''Κυκλώπειος:''' Eur. = [[Κυκλώπιος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Κυκλώπειος]], η, ον [[Κύκλωψ]]<br />Cyclopean, [[commonly]] used of the [[architecture]] attributed to the Cyclopes, (also called Πελασγικόσ), Eur.
}}
}}

Revision as of 03:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυκλώπειος Medium diacritics: Κυκλώπειος Low diacritics: Κυκλώπειος Capitals: ΚΥΚΛΩΠΕΙΟΣ
Transliteration A: Kyklṓpeios Transliteration B: Kyklōpeios Transliteration C: Kyklopeios Beta Code: *kuklw/peios

English (LSJ)

α, ον (in Eust. 1634.35, al., ος, ον), (Κύκλωψ) Cyclopean, used of prehistoric architecture attributed to the Cyclopes, applied to Mycenae, E.El.1158 (lyr.); to ancient buildings near Nauplia, Str.8.6.2.    2 prov., κ. βίος uncivilized life, Id.11.4.3, Max.Tyr.21.7 (v.l. -ιος).

Greek (Liddell-Scott)

Κυκλώπειος: -α, -ον, παρ’ Εὐστ. 1634, 35, κτλ., ος, ον· (Κύκλωψ)· ― εἰς τοὺς Κύκλωπας ἀνήκων, συνήθως ἐπὶ τῶν οἰκοδομῶν τῶν ἀποδιδομένων εἰς τοὺς Κύκλωπας (τῶν καλουμένων καὶ Πελασγικῶν), καὶ ἐν ταύτῃ τῇ ἐννοίᾳ συνεχῶς ἡ λέξις ἀναφέρεται εἰς τὰς Μυκήνας (πρβλ. Κύκλωψ Ι. 2) ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 222, Εὐρ. Ἠλ. 1158, Ἡρ. Μαιν. 15, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 265· ἐπὶ παλαιῶν οἰκοδομῶν παρὰ τὸ Ναύπλιον, Στράβ. 369· περὶ τοῦ εἴδους τούτου τῆς τοιχοδομίας ἴδε Müller Archaol. d. Kunst § 45. 2) παροιμ., κ. βίος, ἄγριος βίος, Στράβ. 502, Μάξ. Τύρ. 21. 7· πρβλ. Κυκλωπικῶς.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Κυκλώπιος.

English (Slater)

Κυκλώπειος
   1 Cyclopean Κυκλώπειον ἐπὶ πρόθυρον Εὐρυσθέος (-είων ἐπὶ πρόθυρων v. l.: i. e. to Tiryns) fr. 169. 7.

Greek Monotonic

Κυκλώπειος: -α, -ον (Κύκλωψ), Κυκλώπειος, κοινώς χρησιμοποιείται για την αρχιτεκτονική που αποδιδόταν στους Κύκλωπες (ονομαζόταν επίσης Πελασγικός), σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Κυκλώπειος: Eur. = Κυκλώπιος.

Middle Liddell

Κυκλώπειος, η, ον Κύκλωψ
Cyclopean, commonly used of the architecture attributed to the Cyclopes, (also called Πελασγικόσ), Eur.